- παρατηρητικός
- -ή, -όαυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρατηρητικός — ή, ό / παρατηρητικός, ή, όν, ΝΑ [παρατηρητής]· αυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί, ο ικανός να ενεργεί παρατηρήσεις, οξυδερκής, διορατικός νεοελλ. αυτός που εκδηλώνει παρατήρηση ή επίκριση, επικριτικός, αποδοκιμαστικός («παρατηρητικό… … Dictionary of Greek
παρατηρητικόν — παρατηρητικός good at observing masc acc sg παρατηρητικός good at observing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικώτατα — παρατηρητικός good at observing adverbial superl παρατηρητικός good at observing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικῆς — παρατηρητικός good at observing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικῶς — παρατηρητικός good at observing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατηρητικώτεροι — παρατηρητικός good at observing masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξπλικτος — ἔξπλικτος, ον (Μ) άγρυπνος, παρατηρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. explicatus, που διαφέρει όμως σημασιολογικώς] … Dictionary of Greek
αθρητικός — ἀθρητικός, ή, όν (Μ) [ἀθρῶ] ο ικανός στο να βλέπει, να παρατηρεί, παρατηρητικός, προσεχτικός … Dictionary of Greek
παρατηρητικότητα — η η ιδιότητα τού παρατηρητικού, η ικανότητα κάποιου να παρατηρεί, να ενεργεί παρατηρήσεις, διορατικότητα, οξυδέρκεια, οξύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρατηρητικός. Η λ., στον λόγιο τ. παρατηρητικότης, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
σημειωτικός — ή, ό / σημειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η σημειωτική α) γλωσσ. η σημειολογία β) ιατρ. παλαιός όρος για την συμπτωματολογία 2. φρ. α) «σημειωτικό σύμπτωμα» ιατρ. το σύμπτωμα που επιτρέπει την εντόπιση τής έδρας τής πάθησης ενός… … Dictionary of Greek